- σικχαίνω
- σικχαίνω, vor einer Person od. Sache Ekel, Überdruß empfinden; c. acc., πάντα τὰ δημόσια, alles Gemeine ekelt mich an; σικχαίνομαι τοῠτον, ich verabscheue ihn
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σικχαίνω — Α (ενεργ. και μέσ.) βλ. σιχαίνομαι … Dictionary of Greek
σιχαίνομαι — σικχαίνομαι ΝΑ, και σιχαίνουμαι και συχαίνομαι Ν, και ενεργ. τ. σικχαίνω Α 1. νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για κάποιον ή για κάτι (α. «σιχαίνουμαι να τή θωρώ την άσχημή σου μούρη», δημ. τραγούδι β. «σικχαίνω πάντα τά δημόσια», Καλλ.) 2. (η… … Dictionary of Greek
σιαίνω — ΜΑ μσν. ενοχλώ κάποιον αρχ. προκαλώ αηδία ή βδελυγμία σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» κατά το ρ. σικχαίνω «σιχαίνομαι»] … Dictionary of Greek